- ωμότητα
- [омотита] ουσ. Θ. пребывание в сыром виде,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ωμότητα — η / ὠμότης, ητος, ΝΜΑ [ὠμός] 1. η ιδιότητα ή η κατάσταση τού ωμού 2. μτφ. αγριότητα, σκληρότητα, απανθρωπιά (α. «φέρθηκε με ωμότητα» β. «τοσαύτην...ὠμότητα καὶ πικρίαν ἀπεδείξατο» Πλούτ.) νεοελλ. σκληρή και απάνθρωπη πράξη («οι ωμότητες τού… … Dictionary of Greek
ωμότητα — η 1. η ιδιότητα του ωμού, η αγριότητα. 2. πράξη σκληρή και απάνθρωπη: Οι Γερμανοί δε δίστασαν να προχωρήσουν σε πολλές ωμότητες κατά του άμαχου πληθυσμού σ όσες χώρες είχαν καταλάβει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὠμότητα — ὠμότης rawness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζενέ, Ζαν — (Jean Genet, Παρίσι 1910 – 1986). Γάλλος συγγραφέας και δραματουργός. Ήταν γιος αγνώστου πατρός και η μητέρα του τον εγκατέλειψε μερικούς μήνες μετά τη γέννησή του. Γρήγορα επιδόθηκε σε μικροεγκλήματα που τον οδήγησαν στο αναμορφωτήριο του Μετρέ … Dictionary of Greek
αγριότητα — η (AM ἀγριότης) [ἄγριος] 1. (για πρόσωπα, ζώα ή φυτά) η κατάσταση τού άγριου σε αντίθεση με την κατάσταση τού εξημερωμένου 2. (για πρόσωπα) ψυχική σκληρότητα, σκαιότητα, τραχύτητα, αυστηρότητα || μσν. νεοελλ. (για φυσικά φαινόμενα) κακοκαιρία… … Dictionary of Greek
θηριωδία — η (ΑΜ θηριωδία) [θηριώδης] σκληρότητα, ασπλαχνία, απανθρωπιά, ωμότητα, κτηνωδία … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
ωμοφροσύνη — ἡ, Μ [ὠμόφρων] ωμότητα ψυχής, σκληρότητα … Dictionary of Greek
ωμόδαμος — ὁ, Α (ως αλληγορική ονομασία δαίμονα) αυτός που δαμάζει την ωμότητα, την αγριότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + δαμος (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. θειό δαμος] … Dictionary of Greek
ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… … Dictionary of Greek
ωμόφρων — ονος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που έχει ωμό φρόνημα, σκληρή ψυχή, άσπλαχνος 2. μτφ. (για πράγμ.) αυτός που διακρίνεται για τη μεγάλη του αντοχή, ανθεκτικός («ὠμόφρων σίδαρος», Αισχύλ.). επίρρ... ὠμοφρόνως Α με ωμότητα φρονήματος, με σκληρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek